οιετης

οιετης
    οἰέτης
    οἰ-έτης
    2
    одного возраста
    

(ἵπποι Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οιετης" в других словарях:

  • οἰέτης — masc/fem acc pl (attic epic doric) οἰέτης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οἰέτης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιέτης — οἰέτης, ες (Α) (ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀFετης < ὀ * (Ι) + έτης < ἔτος (πρβλ. ομο έτης), με μετρική έκταση τού ο σε οι . Τύπος με ο μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ …   Dictionary of Greek

  • οἰέτεας — οἰέτης masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰέτεος — οἰέτης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… …   Dictionary of Greek

  • οέτεας — ὀέτεας (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους βαρβάρους) «ὁ καλλίθριξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης] …   Dictionary of Greek

  • οιέτεας — οἰέτεας (Α) αιτ. πληθ. αντί οέτεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»